ζουρλομανδύας

ζουρλομανδύας
και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η
1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες
2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» — είσαι τρελός για δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camisole de force. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζουρλομαντύα — η ζουρλομανδύας* …   Dictionary of Greek

  • μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον …   Dictionary of Greek

  • ορθοστάδιος — ο (ΑΜ ὀρθοστάδιος, ον) νεοελλ. ειδικός μανδύας για τους φρενοπαθείς, ζουρλομανδύας μσν. αρχ. φρ. «ὀρθοστάδιος χιτών» το ορθοστάδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”