- ζουρλομανδύας
- και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» — είσαι τρελός για δέσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camisole de force. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.